ορθόκλαστο

ορθόκλαστο
Πυριτικό ορυκτό της ομάδας των αστρίων· ο χημικός τύπος του είναι KA1-Si3O8 ή [SiO4 · SiO2 · SiO2] ΑΙ, Κ, με 64,72% SiO2. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Οι κρύσταλλοι του παρουσιάζουν διάφορα σχήματα, κυρίως πρίσματα με παχυπλακώδη ή στηλώδη μορφή· συχνά σχηματίζουν δίδυμους κρυστάλλους διείσδυσης κατά Κάρλσμπαντ) ή σύμφυσης (κατά Μπαβένο και Μάνεμπαχ) ή και πολύδυμους, οι οποίοι εύκολα διαχωρίζονται κατά κάθετα επίπεδα. Το κοινό ο. είναι θολό, αδιαφανές, με χρώμα υπόλευκο ή υπέρυθρο (σαρκόχρωμο)· η χαρακτηριστική ροζ απόχρωση που παρουσιάζει συχνά ο γρανίτης οφείλεται ακριβώς στους κρυστάλλους του ο. Η ποικιλία αδουλαίος παρουσιάζεται αντίθετα διαυγής και άχρωμη και είναι συνηθισμένη στα αλπικά κρυσταλλικά πετρώματα, ενώ η ποικιλία σανίδινο είναι διαυγής αλλά φαιού χρώματος και συναντάται σε πρόσφατα εκρηξιγενή πετρώματα· υπάρχει ακόμα η ποικιλία σεληνόλιθος με κρυστάλλους διαυγείς, υποκύανους. To o. αποτελεί γενικά κύριο συστατικό των όξινων εκρηξιγενών πετρωμάτων (γρανίτες, συηνίτες, τραχείτες), γνευσίων και των κρυσταλλικών σχιστολίθων. Ως δευτερογενές συστατικό συναντιέται επίσης στα ιζηματογενή πετρώματα, ψαμμίτες άμμους και ασβεστόλιθους. Ωραίοι κρύσταλλοι ο. προέρχονται από τους γρανίτες της νήσου Έλβα και του Μπαβένο, ενώ από το όρος Άδουλα (Ελβετία) εξάγονται δείγματα διαφανούς αδουλαίου. Καθόλα όμοιος με τον o., με ίδιο χημικό τύπο, με τις ίδιες ιδιότητες, αλλά κρυσταλλούμενος σε διαφορετικό σύστημα (τρικλινές), είναι ο μικροκλινής. Είναι και αυτός συστατικό γρανιτικών και γνευσιακών πετρωμάτων· παρουσιάζει τους ίδιους χρωματισμούς και μία ποικιλία του, με χρώμα πράσινο, ο λίθος των αμαζόνων, χρησιμοποιείται ως διακοσμητικός λίθος. Κρύσταλλοι ορθόκλαστου. Το πυριτικό αυτό ορυκτό εμφανίζεται συχνά ως κύριο συστατικό των εκρηξιγενών και των κρυσταλλικών πετρωμάτων.
* * *
το
(ορυκτ.) διαδεδομένο αργιλοπυριτικό ορυκτό τού καλίου, ένα από τα σημαντικότερα τής ομάδας τών αστρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthoclase < ortho- (< ορθ[ο]-*) + -clase (< κλάσις / κλαστός < κλῶ «σπάω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυριτικά ορυκτά — Αποτελούνται από πυριτικά άλατα (πυρίτιο) με πολύπλοκη δομή, της οποίας η διερεύνηση επιτυγχάνεται μόνο με τη χρησιμοποίηση ακτίνων X. Η βασική μονάδα της δομής τους είναι το τετράεδρο SiO4, που έχει τέσσερις ηλεκτροαρνητικές μονάδες σθένους. Η… …   Dictionary of Greek

  • άστριοι — Ομάδα ορυκτών με πολύπλοκη χημική σύσταση, τα οποία βρίσκονται σχεδόν σε όλα τα πετρώματα και αποτελούν τα κύρια συστατικά των εκρηξιγενών και των μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων, ενώ δευτερογενώς (προέρχονται από την αποσάθρωση των προηγουμένων)… …   Dictionary of Greek

  • γρανίτης — Όξινο εκρηξιγενές πέτρωμα. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι οι αλκαλιούχοι άστριοι (ορθόκλαστο ή μικροκλινής συνήθως), ο χαλαζίας, με συμμετοχή μικρότερης ποσότητας μαρμαρυγία (μοσχοβίτη ή βιοτίτη ή και των δύο μαζί), αμφίβολοι… …   Dictionary of Greek

  • αλασκίτης — ο (Πετρογρ.) γρανιτικό πέτρωμα που αποτελείται κυρίως από χαλαζία και αλκαλικούς άστριους (ορθόκλαστο και αλβίτη), ενώ περιέχει πολύ λίγα ή καθόλου φεμικά συστατικά. Το χρώμα του μπορεί να είναι ροζ, βαθύ κόκκινο ή λευκό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα… …   Dictionary of Greek

  • διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… …   Dictionary of Greek

  • διορίτης — Εκρηξιγενές πέτρωμα διείσδυσης, που αποτελείται κυρίως από ασβεστονατριούχους αστρίους (πλαγιόκλαστα), αμφιβόλους (κροστίλβη), βιοτίτη και συχνά αυγίτη (πυρόξενος). Η παρουσία χαλαζία στα διοριτικά πετρώματα διακρίνει τους δ. σε χαλαζιακούς και… …   Dictionary of Greek

  • λευκιτίτης — Ηφαιστειακό πέτρωμα διείσδυσης, με κύρια συστατικά λευκίτη και πυροξένους. Άλλα συστατικά είναι ο νεφελίνης, ο ολιβίνης, το ορθόκλαστο, ο βιοτίτης, ο μελίλιθος κ.ά. Γι’ αυτό, η χημική του σύσταση χαρακτηρίζεται από το υψηλό ποσοστό τού Κ2Ο (5… …   Dictionary of Greek

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

  • σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… …   Dictionary of Greek

  • απλίτης — Ιδιόμορφο ηφαιστειακό πέτρωμα, αρκετά ανοιχτόχρωμο, που αποτελείται μόνο από χαλαζία και ορθόκλαστο, των οποίων οι κρύσταλλοι έχουν μικρές διαστάσεις και είναι ομοιόμορφοι. Βρίσκεται με μορφή φλεβών λίγο έως πολύ λεπτών, που διασχίζουν ακτινωτά ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”